ομφαλοτομία

ομφαλοτομία
η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) [ομφαλοτόμος]
η μετά τον τοκετό αποκοπή τού ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή τού ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομφαλητομία — ὀμφαλητομία, ἡ (Α) βλ. ομφαλοτομία …   Dictionary of Greek

  • ομφαλοτομώ — (Α ὀμφαλοτομῶ, έω) [ομφαλοτόμος] κόβω τον ομφάλιο λώρο μετά τον τοκετό νεοελλ. διατέμνω τον ομφαλό για θεραπευτικό σκοπό, ενεργώ ομφαλοτομία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”